μαζῶ

μαζῶ
μαστός
b
masc gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαζώ — μαζῶ, άω (Α) 1. ζυμώνω κριθαρένια ψωμιά ή πίτες από κριθαρένιο αλεύρι 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μαζῶντες τρυφῶντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα (πρβλ. κριθάω)] …   Dictionary of Greek

  • μάζω — (συν. στον μέλλ. μάσω και τον αόρ. έμασα) μαζεύω, μαζώνω («πρέπει να μάσω το τραπέζι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμάζω < ὁμάς, άδος] …   Dictionary of Greek

  • μαζῷ — μαστός b masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαζῶι — μαζῷ , μαστός b masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμάζω — ἀτῑμάζω , ἀτιμάζω hold in no honour pres subj act 1st sg ἀτῑμάζω , ἀτιμάζω hold in no honour pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OFFA Cerberi — apud Veteres dicta est, quam praeter naulum Charontis, nummum videl. qui δανάκη dicebatur Graecis, defunctorum ori imponebant: ad Cerberi in praedam hiantis rictum obturandum. Erat id frustum farti seu crustulae, seu casei nonnumquam: communiter… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άμαστος — (I) η, ο (Α ἄμαστος, ον) [μαστός] αυτός που δεν έχει μαστούς. (II) η, ο αυτός που δεν μαζεύτηκε, ο αμάζευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + μάζω «μαζεύω», αόρ. έμασα] …   Dictionary of Greek

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

  • μαιούμαι — μαιοῡμαι, όομαι (Α) [μαία] 1. (για μαία) βοηθώ επίτοκη γυναίκα να ξεγεννήσει («τάς τε τεκούσας ἐμαιοῡτο», Λουκιαν.) 2. (για επίτοκο) ελευθερώνομαι, γεννώ 3. (για τροφό) θηλάζω («μαζῷ μαιώσατο», Νόνν.) 4. μτφ. (για την Ηώ) γεννώ την ημέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”